ναυαγίου

ναυαγίου
ναυᾱγίου , ναυάγιον
piece of wreckage
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • наимьство — НАИМЬСТВ|О (2*), А с. Состояние наемного работника: •г͠і• Три ѹбо въ сп҃сающи(х)сѧ чины. работу. наимьство. с҃новьство. (μισϑαρνίαν) ГБ XIV, 30б; | образн.: ѿ наимьства въ пристанище подобно вводѧще. ѡтъ ѹдалени˫а въ сп҃сниѥ. (ἐκ ναυαγίου!) ФСт… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SEPELIENDI — Ius inter mores sive ἔθη quae τοῖς ἐγγράφοις, i. e. scrito iuri opponit, post Legatorum iura, commemoratur Dioni Chrysostomo, περὶ ἔθους, μὴ κωλύειν τοὺς νεκρους θάπτειν. Non prohiberi, quo minus sepeliantur mortui. Et Seneca Pater l. 1. Controv …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι …   Dictionary of Greek

  • εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας …   Dictionary of Greek

  • ναυαγιαίρεση — η 1. (νομ.) η θαλάσσια αρωγή 2. ναυτ. η εργασία ανέλκυσης πλοίου από τον βυθό τής θάλασσας ή λίμνης στην επιφάνειά της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυάγιο + αἵρεση (< αἱρῶ «κυριεύω») αντί τού ορθότερου σημασιολογικά τ. ναυγί αρση (< αἴρω «συλλέγω»). Πιθ …   Dictionary of Greek

  • προσωπικότητα — Στον καθημερινό λόγο, ο όρος προσωπικότητα καλύπτει διάφορες και ασαφείς έννοιες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στον άνθρωπο. Οπωσδήποτε όμως της αποδίδονται κυρίως θετικές αξίες, όπως, για παράδειγμα, στις εκφράσεις: μία π. ή έχει π. Αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • ανέλκυση — η η ανάσυρση από το βυθό της θάλασσας πλοίου: Η ανέλκυση του ναυαγίου δεν επιτεύχθηκε ακόμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυαγοσωστικό — το ειδικό σκάφος για τη βοήθεια πλοίων που κινδυνεύουν να ναυαγήσουν ή που ναυαγούν: Τα ναυαγοσωστικά δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στον τόπο του ναυαγίου από τη θαλασσοταραχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυαγοσωστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη διάσωση ναυαγών ή αυτός που έχει ως έργο τη διάσωση των ναυαγών ή των πλοίων που ναυαγούν: Στον τόπο του ναυαγίου έφτασαν δύο ναυαγοσωστικές λέμβοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”